- ἐριθαλής
- ἐρι-θᾰλής, ές, ([etym.] θάλλω)II Subst. [full] ἐριθαλές, τό, stone-crop, Sedum altissimum, Plin.HN25.160 ; cf. ἐριθαλίς· εἶδος δένδρου, Hsch.; dub. l. in Ps.-Dsc.4.88.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐριθαλῆ — ἐριθαλής stone crop neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐριθαλής stone crop masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐριθαλής stone crop masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθαλεῖς — ἐριθαλής stone crop masc/fem acc pl ἐριθαλής stone crop masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθαλές — ἐριθαλής stone crop masc/fem voc sg ἐριθαλής stone crop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθαλοῦς — ἐριθαλής stone crop masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθαλέος — ἐριθαλής stone crop masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθαλέων — ἐριθαλής stone crop masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθαλῶν — ἐριθαλής stone crop masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek